- εορταίος
- ἑορταῑος, -α, -ον (Α)εόρτιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτ-ή + επίθημα -αίος (πρβλ. τελευτ-αίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑορταίων — ἑορταῖος festal fem gen pl ἑορταῖος festal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταίη — ἑορταῖος festal fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταίους — ἑορταῖος festal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek